- μηρία
- μηρία, τά (sg. μηρίον only in Posidon.16 J.); in Hom. and Ar. also [full] μῆρα (q. v.):A thigh-bones,
ἐκ μηρία τάμνον . . κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες Od.3.456
;ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι 21.267
, cf. foreg.; εἴ ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί' (i. e. thigh-bones in their fat)ἔκηα Il. 1.40
, cf. Od.4.764, al.;πιανθέντα βοῶν ὅ γε μ. καίει Theoc.17.126
; butδημὸν καὶ μ. ἔκηα Il.8.240
;ἀγλαὰ μ. Hes.Op.337
, Thgn.1145;κηκὶς μηρίων S.Ant.1008
;τῶν μηρίων ἡ κνῖσα Ar.Av.193
, cf. 1517.—On the distinction between μηρία and μηροί, cf. Apollon.Lex. s.v. μηρία, Ammon.Diff.p.161 V., etc.II = μηροί, thighs,φῦμα μηρίων μεταξύ Archil.136
, cf. Bion 1.84;βρέφους Sor.1.100
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.